- σακχαροποιητής
- ο, Ν(βιοχ.-τεχνολ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στην ζυθοποιία και στην οινοπνευματοποιία για τον μετασχηματισμό τού αμύλου τών σπόρων τού κριθαριού ή τού καλαμποκιού σε ζυμώσιμα σάκχαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. saccharificateur < sacchari- (< σάκχαρον) + -ficateur (< ρ. σε -fier < λατ. facio «ποιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.